- υποπορεύομαι
- Α [πορεύομαι]1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.)2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπορευόμενα — ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp neut nom/voc/acc pl ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπορευόμενοι — ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp masc nom/voc pl ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπορεύεσθαι — ὑποπορεύομαι go secretly pres inf mp ὑποπορεύομαι go secretly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπορεύσεις — ὑποπόρευσις underground way fem nom/voc pl (attic epic) ὑποπόρευσις underground way fem nom/acc pl (attic) ὑποπορεύομαι go secretly aor subj act 2nd sg (epic) ὑποπορεύομαι go secretly fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπόρευσις — εύσεως, ἡ, Α [ὑποπορεύομαι] υπόγεια πορεία … Dictionary of Greek